ληκύθους

ληκύθους
λήκυθος
oil-flask
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… …   Dictionary of Greek

  • GUTTUS — apud Mart. l. 14. Apoph. Epigr. 52. cuius Epigraphe Guttus corneus, Gestavit modo fronte me iuvencus, Verum rhinocerota me putabis a guttis dictus est, quod propter colli angustiam humor inde guttatim efflueret. Fiebat e corun, ut et instrumenta… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ληκυθοποιός — ληκυθοποιός, ὁ (Α) [λήκυθος] αυτός που κατασκευάζει ληκύθους …   Dictionary of Greek

  • ληκυθοπώλης — ληκυθοπώλης, ὁ (A) [λήκυθος] αυτός που πουλά ληκύθους …   Dictionary of Greek

  • ληκυθουργός — ληκυθουργός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ληκύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + ουργός (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”